μπαντονεόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαντονεόν < (άμεσο δάνειο) γερμανική λέξη από το όνομα του Γερμανού κατασκευαστή του, Heinrich Band (Χάινριχ Μπάν-τ). Λέξη διαδεδομένη στη Λατινική Αμερική.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ban.do.neˈon/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαντονεόν ουδέτερο άκλιτο
- (μουσικό όργανο) τύπος μικρού ακορντεόν
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- bandoneon στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)