μπαράζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαράζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική barrage[1] < barrer +‎ -age < barre

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /baˈɾaz/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπαράζ ουδέτερο άκλιτο

  1. παρόμοιες δράσεις ή ενέργειες, η μία μετά την άλλη
  2. καταιγισμός
    μπαράζ προστίμων
  3. καταβολή μεγάλης προσπάθειας, λίγο πριν από την τελική επίτευξη ενός στόχου

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]