μπαράζ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαράζ ουδέτερο άκλιτο
- παρόμοιες δράσεις ή ενέργειες, η μία μετά την άλλη
- καταιγισμός
- μπαράζ προστίμων
- καταβολή μεγάλης προσπάθειας, λίγο πριν από την τελική επίτευξη ενός στόχου
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (αθλητισμός) αγώνας μπαράζ: αγώνας ανάμεσα σε δύο ισόβαθμες ομάδες, για το ποια θα προκριθεί στην επόμενη φάση μιας αθλητικής διοργάνωσης ή θα ανέβει κατηγορία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μπάρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ μπαράζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)