μπαρουταποθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαρουταποθήκη < μπαρούτ(ι) + αποθήκη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαρουταποθήκη θηλυκό
- πυριτιδαποθήκη
- (κατ’ επέκταση) αποθήκη για πυρομαχικά
- (μεταφορικά) χώρος που είναι επικίνδυνος να εκραγεί