μπαϊλντίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπαϊλντίζω < (άμεσο δάνειο) τουρκική bayıldım < αόριστος του ρήματος bayilmak (= λιποθυμώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

μπαϊλντίζω

  1. (αμετάβατο) κουράζομαι υπερβολικά, εξουθενώνομαι
  2. (μεταβατικό) κουράζω κάποιον, τον εξουθενώνω
  3. λιποθυμώ
  4. τρώω υπερβολικά μέχρι λιποθυμίας
    "έφαγε μισό αρνί και μπαΐλντισε"

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]