μπαϊράμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαϊράμι | τα | μπαϊράμια |
γενική | του | μπαϊραμιού | των | μπαϊραμιών |
αιτιατική | το | μπαϊράμι | τα | μπαϊράμια |
κλητική | μπαϊράμι | μπαϊράμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπαϊράμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική ?, τουρκική bayram (γιορτή) + -ι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bai̯ˈɾa.mi/ & /ba.iˈɾa.mi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπαϊράμι ουδέτερο
- (ισλαμισμός) ονομασία δύο μεγάλων μουσουλμανικών γιορτών:
- ※ Ἦταν γνωστὸς τοῦ πατέρα καὶ κάθε μπαϊράμι καὶ ραμαζάνι τοὺς ἔστελνε ἕνα δυὸ ἀρνιὰ μὲ τενεκέδες τυριά, μέλι.
- (Ἀνδρονίκη Kαρασούλη-Mαστορίδου, Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴ χαμένη μου πατρίδα [Ἡ ζωή μου στὴν Ἄγκυρα], Ἀθήνα 1966)
- ※ Ἦταν γνωστὸς τοῦ πατέρα καὶ κάθε μπαϊράμι καὶ ραμαζάνι τοὺς ἔστελνε ἕνα δυὸ ἀρνιὰ μὲ τενεκέδες τυριά, μέλι.
- γλέντι ή γιορτή γενικότερα
- Μόνος του κάνει μπαϊράμι (πανηγυρίζει μόνος του) (Το Βήμα, 5 Ιουνίου 2013)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έχει μπαϊράμι στο μυαλό = έχει σύγχυση της πραγματικότητας
- κάνει με το νου μπαϊράμι = φαντάζεται κάτι ευχάριστο αλλά αμφίβολο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μπαϊράμι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσα γραφή (οθωμανικά τουρκικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ισλαμισμός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)