μπερντές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπερντές οι μπερντέδες
      γενική του μπερντέ των μπερντέδων
    αιτιατική τον μπερντέ τους μπερντέδες
     κλητική μπερντέ μπερντέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπερντές < (άμεσο δάνειο) τουρκική perde < περσική پرده (parde, «κουρτίνα»)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπερντές αρσενικό

  1. παραπέτασμα θυρών, παραθύρων: κουρτίνα
  2. αυλαία θεάτρου

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]