μπεσαμέλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μπεσαμέλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική béchamel[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπεσαμέλ θηλυκό άκλιτο
- κρέμα που τοποθετείται σε στρώσεις σε φαγητά
- Πολύ ωραίο το παστίτσιο σου! Την πέτυχες την μπεσαμέλ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ μπεσαμέλ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας