μπιενάλε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπιενάλε < (άμεσο δάνειο) ιταλική biennale

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπιενάλε θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • συχνά γράφετε με κεφαλαίο αρχικό: Μπιενάλε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]