μπιντές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπιντές | οι | μπιντέδες |
γενική | του | μπιντέ | των | μπιντέδων |
αιτιατική | τον | μπιντέ | τους | μπιντέδες |
κλητική | μπιντέ | μπιντέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπιντές < (άμεσο δάνειο) γαλλική bidet < παλαιά γαλλικά bidet (μικρό άλογο)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπιντές αρσενικό
- υγειονομικός εξοπλισμός τουαλέτας που αποτελείται από χαμηλή πορσελάνινη λεκάνη και βρύση, και χρησιμοποιείται για προσωπική υγιεινή
- ※ Ἔβαλα πλακάκια πανάκριβα ποὺ σχημάτιζαν ἕνα παράξενο σύνολο μὲ παραστάσεις διάφορες ἔτσι ποὺ νὰ νιώθω εὐχάριστα σὲ τοῦτο τὸ χῶρο, ὅλα τ' ἀπαραίτητα εἴδη ὑγιεινῆς, φυσικὰ καὶ μπιντέ. (Μάριος Χάκκας, «Ὁ μπιντές», Ὁ μπιντὲς καὶ ἄλλες ἱστορίες, Αθήνα 1970)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)