μπλέκομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπλέκομαι < παθητική φωνή του ρήματος μπλέκω
Ρήμα[επεξεργασία]
μπλέκομαι, παθητική μετοχή μπλεγμένος
- επεμβαίνω σε υποθέσεις που δεν με αφορούν
- ανακατεύομαι