μπλανσάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπλανσάρω < γαλλική blanchir

Ρήμα[επεξεργασία]

μπλανσάρω

  • τοποθετώ λαχανικό, φρούτο κλπ. σε βραστό νερό για λίγα μόνο λεπτά, και στη συνέχεια το βάζω σε κρύο νερό ή νερό με παγάκια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]