μπογιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μπόγια, μπόγιας

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπογιά οι μπογιές
      γενική της μπογιάς των μπογιών
    αιτιατική την μπογιά τις μπογιές
     κλητική μπογιά μπογιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπογιά < (άμεσο δάνειο) τουρκική boya < οθωμανική τουρκική بویا (boya) < παλαιά τουρκική bodug < πρωτοτουρκική

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /boˈʝa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπογιά θηλυκό

  1. το υγρό ή άλλη ουσία για τη βαφή επιφανειών (τοίχων, μεταλλικών ή ξύλινων αντικειμένων κ.λπ)· χρώμα
  2. (γραφική ύλη) το μολύβι που γράφει έγχρωμα· ξυλομπογιά

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]