μπολσεβίκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπολσεβίκος οι μπολσεβίκοι
      γενική του μπολσεβίκου των μπολσεβίκων
    αιτιατική τον μπολσεβίκο τους μπολσεβίκους
     κλητική μπολσεβίκο
& μπολσεβίκε
μπολσεβίκοι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπολσεβίκος (< γαλλική bolchevique[1] [2]) < ρωσική[1] [2] [3] большевик (bolʹševík) < больше (bólʹše) + -еви́к (-evík)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bol.seˈvi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπολ‐σε‐βί‐κος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπολσεβίκος αρσενικό (θηλυκό μπολσεβίκα)

  1. (πολιτική, ιστορία) οπαδός του μπολσεβικισμού, αυτός που ανήκει στην πτέρυγα της πλειοψηφίας του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος που διασπάστηκε το 1903
     αντώνυμα: μενσεβίκος
  2. (παρωχημένο, πολιτική) ο κομμουνιστής
  3. (κατ’ επέκταση) ο άνθρωπος που είναι επαναστατικής ιδιοσυγκρασίας, που ρέπει σε ριζικές επαναστατικές λύσεις, ο ατίθασος, ο ζωηρός[4]
     συνώνυμα: αντάρτης
    ※ Εγώ είμαι η μπολσεβίκα, με τ’ αλάνια θα γλεντώ, / ρετσίνα θα ρουφάω, γλυκά θα τραγουδάω, / μεγαλεία δεν ψηφάω και τους μάγκες θ’ αγαπώ. (Από τραγούδι σε στίχους και μουσική του Παναγιώτη Τούντα, 1934)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 μπολσεβίκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 μπολσεβίκοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  4. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)