μποναμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μποναμάς < ιταλική bonamanu (=φιλοδώρημα, Σαρδινή διάλεκτος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μποναμάς αρσενικό
- το πρωτοχρονιάτικο δώρο
- (κατ’ επέκταση) κάθε έκτακτο δώρο ή φιλοδώρημα