μποναμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μποναμάς οι μποναμάδες
      γενική του μποναμά των μποναμάδων
    αιτιατική τον μποναμά τους μποναμάδες
     κλητική μποναμά μποναμάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μποναμάς < ιταλική bonamanu (=φιλοδώρημα, Σαρδινή διάλεκτος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μποναμάς αρσενικό

  1. το πρωτοχρονιάτικο δώρο
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε έκτακτο δώρο ή φιλοδώρημα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]