μπουγιότα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουγιότα οι μπουγιότες
      γενική της μπουγιότας των μπουγιοτών
    αιτιατική την μπουγιότα τις μπουγιότες
     κλητική μπουγιότα μπουγιότες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουγιότα < (άμεσο δάνειο) γαλλική bouillotte + < bouillir (βράζω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουγιότα θηλυκό

  • η θερμοφόρα
    Πιες ένα χαμομήλι, βάλε μια μπουγιότα και θα σου περάσει.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]