μπουζί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπουζί | τα | μπουζιά |
γενική | του | μπουζιού | των | μπουζιών |
αιτιατική | το | μπουζί | τα | μπουζιά |
κλητική | μπουζί | μπουζιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. χρησιμοποιείται και άκλιτο | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπουζί < (άμεσο δάνειο) γαλλική bougie
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /buˈzi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐ζί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουζί ουδέτερο άκλιτο
- (μηχανολογία) εξάρτημα των μηχανών εσωτερικής καύσης που παράγει το σπινθήρα, ώστε να γίνει η ανάφλεξη του καυσίμου μέσα στον κύλινδρο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπουζί
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)