μπουζουκτσής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπουζουκτσής < μπουζούκ(ι) + -τσής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουζουκτσής αρσενικό
- (μουσική, επάγγελμα) ο οργανοπαίκτης που παίζει μπουζούκι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
- μπουζουκίστας (νεολογισμός)
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπουζουκτσής
|