μπουλμές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπουλμές αρσενικό
- (ναυτικός όρος) η φρακτή, το μετάλλινο χώρισμα διαμερισμάτων πλοίου,
- Στο μπουλμέ, βιδωτή σ' ένα μπρατσόλι, κρεμόταν μια χάλκινη λάμπα του πετρελαίου. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπουλμές
→ δείτε τη λέξη φρακτή |