μπουρμπουλήθρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπουρμπουλήθρα οι μπουρμπουλήθρες
      γενική της μπουρμπουλήθρας
    αιτιατική την μπουρμπουλήθρα τις μπουρμπουλήθρες
     κλητική μπουρμπουλήθρα μπουρμπουλήθρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουρμπουλήθρα < μπούρμπουλ(ας) (μπάμπουρας) + -ήθρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουρμπουλήθρα θηλυκό

  1. φυσαλίδα (με χαρακτηριστικό ήχο όταν σκάει)
    κόντεψε να πνιγεί! έβγαζε μπουμπουλήθρες!
  2. (μεταφορικά, στον πληθυνικό) κοτσάνα, βλακεία αέρας κοπανιστός
    άρχισες πάλι τις μπουρμπουλήθρες σου!

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]