μπροσέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπροσέ < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

μπροσέ άκλιτο

  • βαρύ βαμβακερό ή (σπανιότερα) μάλλινο ύφασμα με σχεδιάκια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]