μυλοστέρνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυλοστέρνα οι μυλοστέρνες
      γενική της μυλοστέρνας των μυλοστερνών
    αιτιατική τη μυλοστέρνα τις μυλοστέρνες
     κλητική μυλοστέρνα μυλοστέρνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυλοστέρνα < μύλος + στέρνα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυλοστέρνα θηλυκό

  • στέρνα που συγκεντρώνεται νερό για την εξυπηρέτηση νερόμυλου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]