μυοκάρδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μυοκάρδιο τα μυοκάρδια
      γενική του μυοκαρδίου
μυοκάρδιου
των μυοκαρδίων
    αιτιατική το μυοκάρδιο τα μυοκάρδια
     κλητική μυοκάρδιο μυοκάρδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
το μυοκάρδιο στο μικροσκόπιο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυοκάρδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική myocarde < αρχαία ελληνική μῦς + καρδία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.oˈkaɾ.ði.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυοκάρδιο ουδέτερο

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]