μυρίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μυρίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
μυρίζομαι
- αντιλαμβάνομαι κάτι με την όσφρηση
- Το λιοντάρι μυρίστηκε το κοπάδι και ξύπνησε.
- (μεταφορικά) αντιλαμβάνομαι γενικώς, κάτι κρυφό, μυστικό ή όχι προφανές
- Οι κλέφτες μπήκαν και βγήκαν, χωρίς να τους μυριστούν.
- (κατ' επέκταση) υποψιάζομαι
- Το είχα μυριστεί εγώ, πως κάτι δεν πήγαινε καλά στην υπόθεση.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- με μυρίστηκαν: έγινα αντιληπτός, με πήραν χαμπάρι / με υποψιάστηκαν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποψιάζομαι
→ δείτε τη λέξη υποψιάζομαι |
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια