μυρμηγκοφάγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυρμηγκοφάγος οι μυρμηγκοφάγοι
      γενική του μυρμηγκοφάγου των μυρμηγκοφάγων
    αιτιατική τον μυρμηγκοφάγο τους μυρμηγκοφάγους
     κλητική μυρμηγκοφάγε μυρμηγκοφάγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυρμηγκοφάγος < μυρμήγκ(ι) + -ο- + -φάγος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική anteater[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /miɾ.miŋ.ɡoˈfa.ɣos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυρμηγκοφάγος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]