μυρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυρώνω < αρχαία ελληνική μυρόω + -ώνω < μύρον

Ρήμα[επεξεργασία]

μυρώνω

  1. ρίχνω μύρο ή αλείφω κάτι με μύρο
  2. (λογοτεχνικό) ευωδιάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]