μόδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Μόδα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μόδα οι μόδες
      γενική της μόδας
    αιτιατική τη μόδα τις μόδες
     κλητική μόδα μόδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μόδα < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική mod(e) + [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmo.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μό‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μόδα θηλυκό

  1. τάση σχετική με το ντύσιμο ή γενικά την εξωτερική εμφάνιση που υιοθετείται ευρύτατα για κάποιο χρονικό διάστημα
  2. (γενικότερα) συνήθεια που υιοθετείται παροδικά από μεγάλο αριθμό ατόμων
     συνώνυμα: συρμός

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • της μόδας: για κάτι που είναι σύμφωνο με τη μόδα
    τα παντελόνια με καμπάνα ήταν πολύ της μόδας τη δεκαετία του '70

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]