μότα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μότα οι μότες
      γενική της μότας των μοτών
    αιτιατική τη μότα τις μότες
     κλητική μότα μότες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μότα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μότα θηλυκό (κυπριακά)

  1. η σερβιέτα
  2. (μεταφορικά, προσβλητικό) ο δειλός, ο αδύνατος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]