μύχιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μύχιος < αρχαία ελληνική μύχιος

Επίθετο[επεξεργασία]

μύχιος, α, ον

  • (λόγιο) (για την ανθρώπινη συνείδηση) που βρίσκεται στο βάθος, στο εσωτερικό και δεν φαίνεται ούτε εκφράζεται

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μύχιος < μυχός

Επίθετο[επεξεργασία]

μύχιος, α, ον

  1. που βρίσκεται στο βάθος, στο πιο εσωτερικό σημείο