νέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

νέας θηλυκό

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

νέας θηλυκό

  1. γενική ενικού του νέα
  2. αιτιατική πληθυντικού του νέα