ναρκοθετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναρκοθετικός < ναρκοθέτηση + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ναρκοθετικός, -ή, -ό, το ουδέτερο φέρεται επίσης ουσιαστικοποιημένο
- (στρατιωτικός όρος): ο σχετικός με ναρκοθέτηση
- (ναυτικός όρος): ο σχετικός με πόντιση ναρκών, 'η ναρκοθέτιδα
- "ναρκοθετικός αποκλεισμός", "ναρκοθετική εκπαίδευση", "ναρκοθετικό διάγραμμα"
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναρκοθετικός
|