νατουραλιζέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νατουραλιζέ < γαλλική naturalisé < naturaliser < λατινική naturalis < natura
Επίθετο[επεξεργασία]
νατουραλιζέ άκλιτο
- (νεολογισμός) (κυρίως για αθλητές) που αγωνίζεται με την εθνική ομάδα χώρας διαφορετικής από αυτή που γεννήθηκαν ή κατάγονται
- ※ Το φαινόμενο των νατουραλιζέ, δηλαδή παικτών άλλων χωρών να παίρνουν την υπηκοότητα χωρών που αντιπροσωπεύουν στο παρκέ, δεν σπανίζει. (…) Αναφέρουμε ότι ο κανονισμός της FIBA επιτρέπει την χρήση ενός παίκτη νατουραλιζέ σε κάθε εθνική ομάδα. (https://tvxs.gr, 01.09.2014)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νατουραλιζέ