ναυτία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ναυτία οι ναυτίες
      γενική της ναυτίας των ναυτιών
    αιτιατική τη ναυτία τις ναυτίες
     κλητική ναυτία ναυτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυτία < αρχαία ελληνική ναυτία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυτία θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ναυτῐᾱ-
ονομαστική ναυτί αἱ ναυτίαι
      γενική τῆς ναυτίᾱς τῶν ναυτιῶν
      δοτική τῇ ναυτί ταῖς ναυτίαις
    αιτιατική τὴν ναυτίᾱν τὰς ναυτίᾱς
     κλητική ! ναυτί ναυτίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυτί
γεν-δοτ τοῖν  ναυτίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυτία ήδη τον 7ο αιώνα πκε στον Σημωνίδη με τη μορφή ναυσίη[1]< λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυτία, -ας θηλυκό

  1. αίσθημα ναυτίας, αναγούλα
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων μορίων, 3, 3.5 @scaife.perseus
    ἔτι δʼ ἐν τοῖς ἐμέτοις καὶ ναυτίαις οὐκ ἄδηλον πόθεν τὸ ὑγρὸν φαίνεται πορευὸμενον.
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 7, 4 @scaife.perseus
    Ἔτι δὲ ναυτίαι καὶ ἔμετοι λαμβάνουσι τὰς πλείστας, καὶ μάλιστα τὰς τοιαύτας, ὅταν αἵ τε καθάρσεις στῶσι καὶ μήπω εἰς τοὺς μαστοὺς τετραμμέναι ὦσιν.
    ΣτΕ: Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στα συμπτώματα ναυτίας και εμετού, που νιώθουν οι έγκυες γυναίκες.
  2. (γενικότερα) αηδία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]