ναυτίλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναυτίλος οι ναυτίλοι
      γενική του ναυτίλου των ναυτίλων
    αιτιατική τον ναυτίλο τους ναυτίλους
     κλητική ναυτίλε ναυτίλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /naˈfti.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναυ‐τί‐λος

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

ναυτίλος < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική nautilus < αρχαία ελληνική ναυτίλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυτίλος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

ναυτίλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναυτίλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυτίλος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

ναυτίλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυτίλος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ναυτίλος οἱ ναυτίλοι
      γενική τοῦ ναυτίλου τῶν ναυτίλων
      δοτική τῷ ναυτίλ τοῖς ναυτίλοις
    αιτιατική τὸν ναυτίλον τοὺς ναυτίλους
     κλητική ! ναυτίλε ναυτίλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυτίλω
γεν-δοτ τοῖν  ναυτίλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυτίλος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναυτίλος, -ου αρσενικό ποιητικός τύπος της λέξης ναύτης

  1. (επάγγελμα) ναύτης, ναυτικός
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 202 (202-204)
    ἀλλ’ εἰδότας μὲν τοὺς θεοὺς καλούμεθα, / οἵοισιν ἐν χειμῶσι ναυτίλων δίκην / στροβούμεθ’· […]
    Μα εσείς, θεοί, που ξέρετε, μάρτυρες είστε μέσα σε ποιούς χειμώνες σα θαλασσομάχοι παραδέρνομ᾽ εμείς·
    Μετάφραση, 1η έκδοση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 43.3
    καὶ ἦσαν Ἑλλήνων τινὲς ναυτίλοι, ὡς ἔλπομαί τε καὶ ἐμὴ γνώμη αἱρέει.
    υπήρχαν και Έλληνες ναυτικοί, όπως νομίζω και πιστεύω εγώ.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 479
    πνοαὶ δ᾽ ὅταν φέρωσι ναυτίλους θοαί,
    Κι όταν ανέμοι ορμητικοί χτυπάνε τους θαλασσινούς,
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 1273
    κυνὸς ταλαίνης σῆμα, ναυτίλοις τέκμαρ.
    «Μνήμα της Σκύλας» θα τον πουν και θα ᾽ναι σημάδι για τους ναυτικούς.
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
  2. (βιολογία, ζωολογία) θαλάσσιο μαλάκιο με όστρακο
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 37 @scaife.perseus
    Ἔστι δὲ καὶ ὁ ναυτίλος πολύπους τῇ τε φύσει καὶ οἷς ποιεῖ περιττός· ἐπιπλεῖ γὰρ ἐπὶ τῆς θαλάττης, τὴν ἀναφορὰν ποιησάμενος κάτωθεν ἐκ τοῦ βυθοῦ, καὶ ἀναφέρεται μὲν κατεστραμμένῳ τῷ ὀστράκῳ, ἵνα ῥᾷόν γε ἀνέλθῃ καὶ κενῷ ναυτίλληται, ἐπιπολάσας δὲ μεταστρέφει.

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ναύτης και ναῦς

Πηγές[επεξεργασία]