ναύλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ναῦλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο ναύλος οι ναύλοι τα ναύλα
      γενική του ναύλου των ναύλων των ναύλων
    αιτιατική τον ναύλο τους ναύλους τα ναύλα
     κλητική ναύλε ναύλοι ναύλα
Κατηγορία όπως «ναύλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναύλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναῦλος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈna.vlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναύ‐λος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναύλος αρσενικό με πληθυντικό αρσενικό ναύλοι ή ουδέτερο ναύλα

  1. (ναυτικός όρος): το αντίτιμο της ναύλωσης πλοίου
  2. το αντίτιμο ναύλωσης αεροπλάνου ή άλλου πτητικού μέσου
    αν η ναύλωση αφορά κρατικό μέσο τότε το αντίτιμο - ναύλος μπορεί να είναι σε είδος, υπηρεσία, ή άλλο αντισταθμιστικό όφελος
  3. το χρηματικό ποσό που χρεώνει και εισπράττει ο μεταφορέας για να εκτελέσει μια μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων

Παράγωγα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]