ναῦς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ναυς

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ναυ- νεω- νηο-
ονομαστική ναῦς αἱ νῆες
      γενική τῆς νεώς τῶν νεῶν
      δοτική τῇ νηΐ ταῖς ναυσῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν ναῦν τὰς ναῦς
     κλητική ! ναῦ νῆες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νῆε
γεν-δοτ τοῖν  νεοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'vαῦς' όπως «vαῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναῦς < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *néh₂us (δείτε και νέω). Συγγενές το σύνθετο (μυκηναϊκή διάλεκτος) 𐀙𐀄𐀈𐀗 (na-u-do-mo) *ναυ-δόμος. Επίσης συγγενή: λατινική nāvis, περσική ناو (nâv), σανσκριτική नौ (nau), नाव (nava) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναῦς και νηῦς, θηλυκό

  • πλοίο, καράβι
    ναῦς μακρά το πολεμικό πλοίο· (και ως σύνολο) ο στόλος
    ναῦς στρογγύλη: το εμπορικό πλοίο
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 68 (στίχοι 67-68)
    ἀλλά θ᾽ ὁμοῦ πίνακάς τε νεῶν καὶ σώματα φωτῶν | κύμαθ᾽ ἁλὸς φορέουσι πυρός τ᾽ ὀλοοῖο θύελλαι.
    μαδέρια καραβιών, σώματα ανδρών, όλα τα παρασύρει | το θαλάσσιο κύμα, τα καταπίνει ολέθρια η φλογισμένη δίνη.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 109.1
    Μενεδάϊος δὲ τῇ ὑστεραίᾳ Εὐρυλόχου τεθνεῶτος καὶ Μακαρίου αὐτὸς παρειληφὼς τὴν ἀρχὴν καὶ ἀπορῶν μεγάλης ἥσσης γεγενημένης ὅτῳ τρόπῳ ἢ μένων πολιορκήσεται ἔκ τε γῆς καὶ ἐκ θαλάσσης ταῖς Ἀττικαῖς ναυσὶν ἀποκεκλῃμένος ἢ καὶ ἀναχωρῶν διασωθήσεται, προσφέρει λόγον περὶ σπονδῶν καὶ ἀναχωρήσεως Δημοσθένει καὶ τοῖς Ἀκαρνάνων στρατηγοῖς, καὶ περὶ νεκρῶν ἅμα ἀναιρέσεως.
    Την επομένη, ο Μενεδάιος, που μόνος πια ήταν αρχηγός, επειδή και ο Ευρύλοχος και ο Μακάριος είχαν σκοτωθεί, βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία, τί να κάνει μετά από τόσο μεγάλη ήττα. Βλέποντας ότι δεν θα μπορούσε ούτε ν᾽ ανθέξει σε πολιορκία από γη και θάλασσα —αφού τα αττικά καράβια ήσαν εκεί— ούτε να σωθεί προσπαθώντας να ξεφύγει, ζήτησε ανακωχή από τον Δημοσθένη και τους Ακαρνάνες στρατηγούς, για να αποσυρθεί και να θάψει τους νεκρούς του.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
ναυ-, νεω-, νη-, νηο- 

θέμα ναυ-

θέμα ναυτ-

θέμα ναυσι-

θέμα νεω-

όπως ενδεικτικά

θέμα νη-, νηω-

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]