νεβάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλώσσα νεβάρι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Wikipedia logo
Wikipedia logo
Η Βικιπαίδεια έχει άρθρο για το θέμα:

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεβάρι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • ονομασίες: Newar, Newari, ή Nepal Bhasa
  • κωδικός γλώσσας: new

Μεταφράσεις[επεξεργασία]