νενέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νενέ < (άμεσο δάνειο) τουρκική nene

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νενέ θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]