νενικήκαμεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

νενικήκαμεν
  • α΄ πρόσωπο πληθυντικού στην οριστική ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος νικάω και σε συνηρημένο τύπο νικῶ
Νενικήκαμεν!: η ιστορική αναγγελία της νίκης των Ελλήνων κατά των Περσών στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.)
→ δείτε τη λέξη  νικάω