νεοεισερχόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεοεισερχόμενος < νεο- + εισερχόμενος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.o.i.seɾˈxo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νε‐ο‐ει‐σερ‐χό‐με‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
νεοεισερχόμενος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που τώρα εισέρχεται, που είναι ακόμα νέος σε μια κατάσταση
- ※ Η αυξημένη έως και κατά 50% ζήτηση, σε σχέση με το lockdown της περασμένης άνοιξης, οδηγεί σε νέες προσλήψεις, οι οποίες είναι δυνατόν να συμβάλουν μόνον έως ένα βαθμό στην επίλυση του προβλήματος. Και αυτό δεδομένου ότι απαιτείται περίπου ένας μήνας εκπαίδευσης για να είναι σε θέση να αναλάβει καθήκοντα ένας νεοεισερχόμενος εργαζόμενος στον χώρο των ταχυμεταφορών, όπου απασχολούνται συνολικά περίπου 9.000 άτομα και θα πρέπει να αυξηθούν κατά 4.500, δεδομένου ότι καταγράφεται έως και 50% άνοδος των παραγγελιών. (Οι προκλήσεις για τις εταιρείες ταχυμεταφορών, Η Καθημερινή, 19 Νοεμβρίου 2020)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοεισερχόμενος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως η ομάδα 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'εισαγόμενος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα νεο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)