νεοσσιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νεοσσιᾱ́ αἱ νεοσσιαί
      γενική τῆς νεοσσιᾶς τῶν νεοσσιῶν
      δοτική τῇ νεοσσι ταῖς νεοσσιαῖς
    αιτιατική τὴν νεοσσιᾱ́ν τὰς νεοσσιᾱ́ς
     κλητική ! νεοσσιᾱ́ νεοσσιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεοσσιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  νεοσσιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοσσιά < + -ιά → δείτε  νεοσσός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεοσσιά

  1. (ορνιθολογία) η φωλιά πουλιού με τους νεοσσούς του
  2. (κατ’ επέκταση) η φωλιά, το λημέρι οποιουδήποτε ζώου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]