νεοφιλελευθερισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοφιλελευθερισμός οι νεοφιλελευθερισμοί
      γενική του νεοφιλελευθερισμού των νεοφιλελευθερισμών
    αιτιατική τον νεοφιλελευθερισμό τους νεοφιλελευθερισμούς
     κλητική νεοφιλελευθερισμέ νεοφιλελευθερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νεοφιλελευθερισμός < νεο- + φιλελευθερισμός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική néo-libéralisme [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.o.fi.le.le.fθe.ɾiˈzmos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νεοφιλελευθερισμός αρσενικό

  • (πολιτική) ιδεολογικό και πολιτικό κίνημα του β΄ μισού του 20ού αι., το οποίο, ως έκφραση του οικονομικού φιλελευθερισμού, επιζητά τη δραστική μείωση της συμμετοχής και του ρόλου του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα
    Θεωρώ ότι ο φιλελευθερισμός του πρώτου τύπου, αυτός που τονίζει την ενότητα ελευθερίας και ισότητας, είναι ηθικά υπέρτερος του νεοφιλελευθερισμού. (Το Βήμα, 15 Σεπτ. 1996)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]