νευριάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νευριάζω < νεύρο + -ιάζω[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ne.vriˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νευ‐ρι‐ά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

νευριάζω

  1. (μεταβατικό) προκαλώ εκνευρισμό σε κάποιον
     συνώνυμα: εκνευρίζω
    Η κόρη του αντιδρά σε ό,τι τής λέει και τον νευριάζει!
  2. (αμετάβατο) προκαλείται εκνευρισμός σε μένα
     συνώνυμα: εκνευρίζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]