νιαουρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νιαουρίζω < νιάου + -ρίζω < (ηχομιμητική λέξη)

Ρήμα[επεξεργασία]

νιαουρίζω

  1. κάνω νιάου
  2. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) μιλάω σιγά και σέρνοντας τη φωνή μου, σαν να νιαουρίζει γάτα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]