νιρβάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νιρβάνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική nirvana < σανσκριτική निर्वाण (nirvāna, σβέση φλόγας)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νιρβάνα θηλυκό άκλιτο

  1. (βουδισμός) κατάσταση εξάλειψης του πόνου λόγω παύσης του κύκλου αναγεννήσεων, εκμηδενισμός της ατομικότητας του είναι και ταύτιση με το όλον
  2. (συνεκδοχικά) πνευματική κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος νιώθει απόλυτη ηρεμία και γαλήνη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]