νοθεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοθεύω < ελληνιστική κοινή νοθεύω
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
νοθεύω
- ανακατεύω ένα προϊόν με άλλο, κατώτερης ποιότητας και τιμής, προκειμένου να ωφεληθώ οικονομικά εις βάρος του αγοραστή
- νοθεύω το ελαιόλαδο με ηλιέλαιο
- παραποιώ μια ιδέα, μια κατάσταση κ.λπ. εισάγοντας ξένα ή ακατάλληλα στοιχεία
- νοθεύω το αποτέλεσμα των εκλογών