νοικοκυρεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοικοκυρεύομαι < νοικοκυρεύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ni.ko.ciˈɾe.vo.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

νοικοκυρεύομαι

  1. σταματώ τις σπατάλες, διαχειρίζομαι με σύνεση τα οικονομικά μου
     συνώνυμα: μαζεύομαι
  2. δημιουργώ τη δική μου οικογένεια
     συνώνυμα: αποκαθίσταμαι
    ※  Θέλω να νοικοκυρευτώ, όχι σπίτωμα αλλά στεφάνωμα. (Γιάννης Γουδέλης, Μικρή μετανάστευση σε μεγάλη ηλικία)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]