νοικοκυρόπαιδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νοικοκυρόπαιδο τα νοικοκυρόπαιδα
      γενική του νοικοκυρόπαιδου των νοικοκυρόπαιδων
    αιτιατική το νοικοκυρόπαιδο τα νοικοκυρόπαιδα
     κλητική νοικοκυρόπαιδο νοικοκυρόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοικοκυρόπαιδο < νοικοκύρης + -ο- + παιδί + -ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νοικοκυρόπαιδο ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]