νομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νομή οι νομές
      γενική της νομής των νομών
    αιτιατική τη νομή τις νομές
     κλητική νομή νομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νομή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νομή < αρχαία ελληνική νομή < νέμω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /noˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νο‐μή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νομή θηλυκό

  1. (νομικός όρος) η φυσική εξουσίαση κάποιου πράγματος από πρόσωπο, χωρίς η θέληση να το κατέχει να στηρίζεται πάντοτε σε πραγματικό δικαίωμα
    → δείτε και τις λέξεις κατοχή και κυριότητα
  2. έκταση όπου υπάρχει φυτική τροφή για ζώα
  3. (κατ’ επέκταση) η φυτική τροφή που βρίσκουν τα ζώα και βοσκούν σ' αυτή την έκταση
  4. (ιατρική) λοίμωξη του στόματος και του προσώπου, η γαγγραινώδης στοματίτιδα (cancrus oris)
    ※  Σήμερα στην υποσαχάρια Αφρική χιλιάδες παιδιά πάσχουν από παραμορφώσεις του προσώπου που προκαλούνται από τη γαγγραινώδη λοιμώδη νόσο νομή (από ερώτηση του Fiorello Provera με θέμα: «Παιδιά που έχουν προσβληθεί από νομή ή γαγγραινώδη στοματίτιδα (cancrum oris)» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (28 Σεπτεμβρίου 2010), www.europarl.europa.eu· πρόσβαση: 2019-10-31).

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]