νομισματική κρίση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νομισματική κρίση < (μεταφραστικό δάνειο) crise monétaire
→ δείτε τη λέξη  νομισματικός και κρίση

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

νομισματική κρίση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]