νοσηλευτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοσηλευτικός η νοσηλευτική το νοσηλευτικό
      γενική του νοσηλευτικού της νοσηλευτικής του νοσηλευτικού
    αιτιατική τον νοσηλευτικό τη νοσηλευτική το νοσηλευτικό
     κλητική νοσηλευτικέ νοσηλευτική νοσηλευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοσηλευτικοί οι νοσηλευτικές τα νοσηλευτικά
      γενική των νοσηλευτικών των νοσηλευτικών των νοσηλευτικών
    αιτιατική τους νοσηλευτικούς τις νοσηλευτικές τα νοσηλευτικά
     κλητική νοσηλευτικοί νοσηλευτικές νοσηλευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νοσηλευτικός < νοσηλευτής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

νοσηλευτικός, -ή, -ό

νοσηλευτικό προσωπικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]